- οπισθόδομος
- Το πίσω τμήμα του αρχαίου ελληνικού ναού, θέση αντίθετη προς τον πρόναο. Ο. είχαν οι περισσότεροι από τους ελληνικούς ναούς και ιδιαίτερα οι περίπτεροι. Ο ο. του Παρθενώνα στην Αθήνα σχημάτιζε τη δυτική στοά και κλεινόταν με υψηλά διάφρακτα, τα οποία συνέδεαν μεταξύ τους τις κολόνες και τις παραστάδες. Ο ο. βρισκόταν συνήθως πίσω από τον σηκό (στον Παρθενώνα, ανάμεσα στον σηκό και στον ο. παρεμβαλλόταν το άδυτο) και μέσα σε αυτόν φυλάσσονταν συνήθως τα κειμήλια του ναού. Οι μικροί ναοί δεν έχουν συνήθως o., όπως εξάλλου συμβαίνει και σε όλους σχεδόν τους ρωμαϊκούς ναούς.
* * *ο (ΑΜ ὀπισθόδομος, -ον, Α και ὀπισσόδομος και ὐπισθόδομος, -ον)το τμήμα τών αρχαίων ελληνικών ναών που βρίσκεται στο πίσω μέρος, σε αντιδιαστολή προς τον πρόδομο, ιδίως ο εσωτερικός σηκός τού παλαιού ναού τής Αθηνάς στην Ακρόπολη, τού Παρθενώνα, ο οποίος χρησίμευε ως θησαυροφυλάκιοαρχ.1. τόπος πίσω από την οικία, όπου φύλαγαν τα κειμήλια, θησαυροφυλάκιο2. ως επίθ. αυτός που βρίσκεται στο πίσω μέρος οικήματος.[ΕΤΥΜΟΛ. < οπισθ(ο)-* + δόμος (πρβλ. πρό-δομος)].
Dictionary of Greek. 2013.